- κορίσκος
- κορίσκοςany supposed personmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κορίσκος — κορίσκος, ὁ (Α) (υποκορ. τού κόρος) 1. αγοράκι 2. ως κύριο όν. Κορίσκος (για δήλωση ενός υποτιθέμενου προσώπου) ο τάδε, ο δείνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρος (ΙΙ) «αγόρι» + υποκορ. κατάλ. ίσκος] … Dictionary of Greek
κορίσκε — κορίσκος any supposed person masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορίσκον — κορίσκος any supposed person masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορίσκου — κορίσκος any supposed person masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορίσκῳ — κορίσκος any supposed person masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)